οχετηγός — ὀχετηγός και ὀχεταγωγός, όν (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που διοχετεύει νερό με αυλάκι ή τάφρο 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὀχετηγός κατασκευαστής αυλάκων ή τάφρων για διοχέτευση νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀχετός + ηγός (< ἄγω), με έκταση λόγω συνθέσεως. Ο … Dictionary of Greek
ὀχετηγός — conducting masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχετηγόν — ὀχετηγός conducting masc/fem acc sg ὀχετηγός conducting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχετηγοί — ὀχετηγός conducting masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχετηγούς — ὀχετηγός conducting masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχετηγέ — ὀχετηγός conducting masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οχεταγωγός — ὀχεταγωγός, όν (Α) (δ. γρφ.) βλ. οχετηγός … Dictionary of Greek
οχετηγία — ὀχετηγία και δ. γρφ. ὀχεταγωγία, ἡ (Α) [οχετηγός] άρδευση με αγωγό, με οχετό … Dictionary of Greek
οχετηγώ — ὀχετηγῶ και ὀχεταγωγῶ, έω (Μ) [οχετηγός] διοχετεύω νερό με αγωγό … Dictionary of Greek
υδρηγός — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) 1. οχετός 2. ως επίθ. αυτός που διοχετεύει νερό με αυλάκι ή τάφρο, οχετηγός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + ηγός (< ἄγω), πρβλ. πλο ηγός] … Dictionary of Greek
ὀχετηγοῦ — ὀχετηγέω conduct by ditches pres imperat mp 2nd sg (attic) ὀχετηγέω conduct by ditches imperf ind mp 2nd sg (attic) ὀχετηγός conducting masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)